χρόνια πολλά

10.
Ο γουίλιαμ άρχισε να περπατάει ακόμη πιο αργά από πριν. Η συνομιλία του με το τζέρεμι Σκοτ τον είχε ταράξει βαθιά. Λίγο πριν μπει στο δωμάτιο είχε προσπαθήσει να μαντέψει τον τρόπο με τον οποίο θα αντιδρούσε στις κατηγορίες, είχε προσπαθήσει να τον φανταστεί να σκληραίνει αλλά τελικά όλες αυτές οι προσπάθειες ήταν μάταιες. Ο τζέρεμι σκοτ ήταν καταδικασμένος να ζει στη σκιά των άλλων, εξαρτημένος από αυτούς κι από τα πάθη του. Το μόνο για το οποίο ήταν βέβαιος ο γουίλιαμ ήταν πως από δω και μπρος θα φρόντιζε την κόρη της άσλει, ώσπου να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα.
Λίγο πριν φτάσει έξω από το δωμάτιο του αΛ θυμήθηκε το φιαλίδιο με την ουσία και τη λίστα του γιατρού. Την έβγαλε από το σακάκι του κι άρχισε να τη διαβάζει γρήγορα. Δε δυσκολεύτηκε να την εντοπίσει, ο γιατρός είχε κάνει καλή δουλειά. Ήξερε τώρα πως σε λίγη ώρα θα χτυπούσε το κινητό του και θα ήταν εκείνος που θα τον καλούσε, να του πει πως τα είχε καταφέρει.
Χτύπησε την πόρτα του αΛ καταστρώνοντας σχέδια και χώνοντας ξανά τη λίστα στην τσέπη του. Εκείνος ήρθε και του άνοιξε. Δε χαμογελούσε, τα μάτια του έδειχναν κουρασμένα και τα μάγουλά του είχαν ρουφηχθεί προς τα μέσα. Η αλλαγή ήταν δραματική, η καρδιά του αστυνομικού σφίχτηκε.
Το έργο του θα γινόταν ακόμη πιο δύσκολο.
-ελπίζω να μη σε διακόπτω, είπε όσο πιο ανάλαφρα μπορούσε, γυρνώντας στον ενικό που είχαν χρησιμοποιήσει και την προηγούμενη φορά.
Ο αΛ μπήκε μέσα κάνοντάς του χώρο να περάσει.
-Δε διακόπτεις, δεν υπάρχουν και πολλά τα οποία μπορώ να κάνω πια. Ο γουίλιαμ μπήκε χωρίς να κλείσει. Είδε πως ο επιτραπέζιος υπολογιστής του αλ ήταν ανοιχτός και η καρέκλα του γραφείου τραβηγμένη.
-Με τι ασχολείσαι;
-διάβαζα τη μελέτη ενός υποψήφιου διδάκτορα, έκανε κάποιους ενδιαφέροντες συσχετισμούς της γλωσσολογίας με την ψυχολογία.
-θα του ρίξω κι εγώ μια ματιά. Πλησίασε στο γραφείο και κοίταξε την ιστοσελίδα.
-λοιπόν; Έχεις καταλήξει κάπου;
-ναι, ξέρω τι ακριβώς της συνέβη.
Ο Αλ γύρισε να τον δει και μια λάμψη πέρασε από τα μισοσβησμένα του μάτια.
-όσο περνούν οι ώρες αρχίζω να συνειδητοποιώ τι έχει συμβεί. Ήρθαν και την πήραν, δε μπορώ να φέρνω στο νου μου τη σκηνή.
-δε χρειάζεται να τη σκέφτεσαι. Υπάρχουν άλλα που πρέπει να συζητήσουμε. Τι κάνει η Μέρεντιθ;
-είναι στο δωμάτιό της, έγινε κάτι;
-Ναι, αποφάσισα να μιλήσω και στους δυο μαζί, αν βέβαια συμφωνείς κι εσύ.
-Φυσικά, θα πρέπει να την προσέχω, δεν ένιωθε και πολύ καλά πριν.
Ο Γουίλιαμ δεν είπε τίποτα για λίγο.
-θέλεις να την ειδοποιήσω να έρθει;
-Ναι, αν σου είναι εύκολο. Στο μεταξύ θα πάω κι εγώ να κάνω ένα τηλεφώνημα και θα επιστρέψω σε πεντε λεπτά.
-Σύμφωνοι. Ο αλ στράφηκε προς τη συσκευή του τηλεφώνου που ήταν δίπλα στο πληκτρολόγιο.
Ο γουίλιαμ βγήκε πάλι στο διάδρομο κι άρχισε να περπατάει βιαστικά, δεν έπρεπε να τον ακούσει κανείς.
Όταν έφτασε κοντά στα δωμάτια που φιλοξενούσαν τους ξένους, τα οποία τώρα ήταν άδεια, έβγαλε από την τσέπη το κινητό του και το άνοιξε. Είδε πως είχε ήδη μια κλήση από το γιατρό και χαμογέλασε ξαναβρίσκοντας λίγη από τη χαμένη αυτοπεποίθησή του. Όλα κυλούσαν όπως έπρεπε, όλα θα τέλειωναν.
Σχημάτισε τον αριθμό του αστυνομικού τμήματος κι έπειτα περίμενε, όπως είχε κάνει τόσες και τόσες φορές.
Μετά το τέταρτο κουδούνισμα ήρθε να τον συντροφεύσει η βαθιά φιλική φωνή του Ντικ.
-Γουίλ, εσύ;
-Γεια σου, φίλε, όλα καλά εκεί;
-Βέβαια, παίζουμε σκάκι με τον τομ και σε περιμένουμε. Γέλασε ξερά με το αστείο του κι ο γουίλιαμ τον μιμήθηκε άτονα.
-λέγε λοιπόν, τι έγινε με την κοπέλα; Τη σκότωσαν;
-έκανε απόπειρα αυτοκτονίας μα κάποιος που δεν το γνώριζε ήρθε να την αποτελειώσει.
Ένα κοφτό σφύρηγμα γλίστρησε από τα χείλη του άλλου.
-ήταν βέβαιο. Κι εσύ βέβαια τον ανακάλυψες, σωστά;
-Σωστά.
-ποιος;
-Μη βιάζεσαι, Ντικ, πρώτα θα το μάθει ο ίδιος πως τον ανακάλυψα κι ύστερα εσύ κι όλοι οι άλλοι.
-έπρεπε να το είχα φανταστεί. Ξεφύσηξε με ψεύτικη απόγνωση.
-μην ανησυχείς, σε λίγα λεπτά θα τα φανερώσςω όλα. Κι όπως καταλαβαίνεις υπάρχει μπόλικη δουλειά για σένα και τους υπόλοιπους εδώ, γι’αυτό φροντίστε να τελειώσετε σύντομα την παρτίδα.
Ο Ντικ χαχάνισε.
-Τι θέλεις να κάνω;
-Ξεκινήστε αμέσως. Όταν σου πω θα μπείτε στο σπιτι, θα είμαστε σε επαφή, θα σου δώσω όσες οδηγίες χρειάζεσαι.
-σϋμφωνοι, ερχόμαστε. Το τηλέφωνο έκλεισε.
Ένιωσε την πρώτη σουβλιά πόνου στο στομάχι του καθώς επέστρεφε στο δωμάτιο του αλ. Το είχε παρακάνει με το γλυκό, χρειαζόταν οπωσδήποτε ένα χωνευτικό, μα τώρα δεν υπήρχε χρόνος για τέτοια. Η έλεν θα τον φρόντιζε όταν θα γύριζε στο σπίτι.
Βρήκε τον αλ και τη μέρεντιθ καθισμένους στο κρεβάτι με τα χέρια τους πλεγμένα. Κι όπως τους κοίταζε άρχισε να αναρωτιέται πόσο γρήγορα θα άλλαζε αυτή η εικόνα.
-Πώς είστε, τη ρώτησε παίρνοντας θέση στο γραφείο του αλ. Λίγο τον ένοιαζε αν δεν του άρεσε αυτό.
-Νιώθω έντονη αδυναμία, κύριε γουίλιαμ, και το στομάχι μου ανακατεύεται.
-δεν έφαγες πολύ, γλυκιά μου, είπε ο αλ χαιδεύοντας της απαλά το χέρι.
-Θα έχετε το χρόνο να ξεκουραστείτε αργότερα. Λυπάμαι πολύ που σας αναστατώνω αλλά είμαι αναγκασμένος να το κάνω αυτό, θα καταλάβετε.
Εκείνη κούνησε το κεφάλι της συμφωνώντας κι ο γουίλιαμ είχε πάλι εκείνη την αίσθηση πως έμοιαζε με την έλεν. Μα δεν ήταν ώρα για συναισθηματισμούς, έπρεπε να αρχίσει.
-είδε κανείς από τους δυο τη Μαντλέν μετά το μεσημεριανό φαγητό;
-εγώ. Η μέρεντιθ τράβηξε μαλακά το χέρι της από κείνο του Αλ για να το ακουμπήσει στον ώμο του.
-Λοιπόν;
-Πήγα στο δωμάτιό της, ήθελα να βεβαιωθώ πως ήταν καλά. Επιτέλους, είχε παραδοθεί στον ύπνο. Υπάρχει ενδοεπικοινωνία στην κρεβατοκάμαρά της, αν ξυπνούσε θα το μαθαίναμε αμέσως.
-Πολύ καλά. Εσύ, αλ, την είδες;
-Πήγα και κάθισα κι εγώ για λίγο κοντά της, τη χάιδεψα και της μίλησα γλυκά, το έχει ανάγκη, είναι τόσο μικρή κι αθώα…
-είναι πράγματι. Χαίρομαι που είναι καλά.
Έβγαλε πάλι το κινητό και το ακούμπησε πάνω στο γραφείο παλεύοντας να νικήσει τη νευρικότητά του που συνεχώς αύξανε. Πάντα τον δυσκόλευε αυτό το κομμάτι της δουλειάς, μα δε γινόταν διαφορετικά. Έτσι, πήρε βαθιά ανάσα προτού μιλήσει.
-Συγκέντρωσα τα δώρα όλων. Θα θέλατε να ακούσετε ποια ήταν αυτά;
-ασφαλώς.
-λοιπόν, ο Τζέρεμι Σκοτ αγόρασε για τη γυναίκα του ένα υπέροχο δακτυλίδι, θα του κόστισε μια περιουσία αναμφίβολα.
-Πάντα της έκανε πανάκριβα δώρα. Η φωνή της μέρεντιθ του θύμισε ξανά τιτίβισμα.
-Η ρόντα της πήρε ένα άρωμα. Η μάρκα του είναι γνωστή.
-Αλήθεια; Ενδιαφέρον. Ο γουίλιαμ κοίταξε τον αλ ο οποίος δε μιλούσε καθόλου. Μα έπειτα στράφηκε ξανά προς τη Μέρεντιθ.
-Βρίσκετε; Εσείς της πήρατε ως γνωστόν ένα μενταγιον, το βρήκα καταπληκτικό αν θέλετε τη γνώμη μου.
Εκείνη μισοχαμογέλασε.
-Χαίρομαι που σας άρεσε.
-το μόνο που λείπει είναι το δώρο του αλ. Μα γιατί;
Εκείνος τραβήχτηκε από το αγκάλιασμα της μέρεντιθ κι έσκυψε το κεφάλι.
-Το ξέχασα, θυμήθηκα πως σήμερα ήταν τα γενέθλιά της μόλις λίγο πριν το πρωινό. Αποφάσισα να πάω για ψώνια αμέσως μετά, αλλά δεν πρόλαβα.
Ο Γουίλιαμ ξέσπασε σε ένα γέλιο κοφτερό αλλά πλούσιο.
-είχα την ελπίδα πως θα είμαστε ειλικρινείς μεταξύ μας. Πώς περιμένετε να σας πιστέψω;
Ο Αλ ετοιμάστηκε να σηκωθεί όρθιος.
-δε σε καταλαβαίνω, τι θέλεις να πεις; Μου διέφυγε, τόσο παράξενο είναι αυτό; σΚεφτόμουν τη Μέρεντιθ, το μωρό μας…
-έλα τώρα, Αλ, δε νομίζεις πως είναι ώρα να σταματήσεις τα ψέματα; Μόλις λίγες ώρες πριν ήσουν έτοιμος να βάλεις τα κλάματα αναλογιζόμενος πως η άσλει πέθανε ακριβώς τη μέρα των γενεθλίων της. Στεκόμαστε στην πόρτα και μου ζητούσες να κάνω κάτι για κείνη, να βρω την άκρη, σήμερα κιόλας, το ξέχασες;
-Όχι, δεν το ξέχασα. Τίποτα δεν ξέχασα όσο κι αν προσπάθησα.
-αν είστε ειλικρινείς θα τελειώσουμε πιο γρήγορα, κι όλα θα γίνουν πιο εύκολα. Ξέρω λοιπόν πως το δώρο που είδα, το μενταγιον με τη φωτογραφία δεν ήταν δικό σου μέρεντιθ. Αυτό το αγόρασε ο αλ για την άσλει.
-εκείνη πήγε να διαμαρτυρηθεί αλλά ο αλ πίεσε το χέρι της σταματώντας την.
-Δεν υπάρχει λόγος να το κάνεις, γλυκιά μου, δε βλέπεις πως τα ξέρει όλα;
Εκείνη άρχισε να τρέμει κι ασυναίσθητα στριμώχτηκε πιο κοντά του. Κι αυτό για κάποιο λόγο άρεσε στο γουίλιαμ.
-Δε νομίζω πως έχεις τόσα λεφτά, μα κι αν είχες δε θα τα ξόδευες για την άσλει. Λοιπόν, Αλ, έχεις πει στη Μέρεντιθ πως η Μαντλέν είναι δική σου κόρη;
-Τι είναι αυτά που λες, αστυνόμε; Ο αλ έσπρωξε την κοπέλα κι αυτή τη φορά πετάχτηκε όρθιος.
-την αλήθεια, γιατί δεν το παραδέχεσαι, πάλι τα ίδια θα λέμε;
Ο αλ είχε τα χέρια σφιγμένα σε γροθιές ενώ η μέρεντιθ είχε αρχίσει να κλαίει σιγανά. Τα δάκρυα έλαμπαν στα μάτια της πριν αρχίσουν να πλαισιώνουν το λεπτό της πρόσωπο, κι εκείνη πάλευε να τα σκουπίσει με το μανίκι της δαντελένιας της ρόμπας.
-Λοιπόν, Αλ, δεν τη βλέπω να ξαφνιάζεται, απλά υποφέρει και κλαίει. Μια γυναίκα που ταράζεται βαθιά, δεν αντιδρρά με αυτόν τον τρόπο. Γι’αυτό κάθισε κάτω σε παρακαλώ, κι απάντησε σε αυτά που σε ρωτάω.
Ο αλ το έκανε μα αυτή τη φορά πήγε και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε βίαια σχεδόν έτσι όπως προσπαθούσε να ξαναβρεί την ανάσα του.
-τι θα ήθελες να μάθεις αστυνόμε;
-Τα πάντα. Πότε έμαθε την αλήθεια για σας η μέρεντιθ.
-Πριν λίγους μήνες. Τώρα είχε πάρει εκείνη το λόγο. Το κατάλαβα πως κάτι δεν πήγαινε καλά επειδή κάθε φορά που μιλούσα στον ΑΛ για γάμο εκείνος άλλαζε θέμα βρίσκοντας κάποια γελοία δικιολογία.
-ένα βράδυ που πηγαίναμε βόλτα με το αυτοκίνητό της, άρχισε να με πιέζει. Οδηγούσε νευρικά, χωρίς να προσέχει καθόλου, είχα αρχίσει να φοβάμαι πως θα καταλήγαμε κολλημένοι σε κάποιο δέντρο. Τώρα μιλούσε ο αλ.
-Και λοιπόν;
-της τα είπα όλα, από φόβο για τη ζωή μου. Εκείνη με άκουσε ως το τέλος χωρίς λέξη. Όταν σταμάτησα να μιλάω άρχισε να κλαίει, με κατηγόρησε πως της κατέστρεψα τη ζωή.
-Κι αυτό έκανες, εσύ τι θα έλεγες αν μάθαινες πως σε είχαν διαλέξει για κάλυψη; Πώς θα αντιδρούσες αν κάποιος σου έλεγε πως σε χρησιμοποιεί; Πως το έκανε για χρόνια ολόκληρα;
Ο ΑΛ δεν είπε τίποτα.
-Τι έγινε μετά, Μέρεντιθ; Γιατί δεν έφυγες;
-Γιατί τον αγαπούσα, πολύ. Είμαστε όλοι μπλεγμένοι σαν το κουβάρι. Ήξερα πως κανείς δε θα ήταν ευτυχισμένος εδώ μα δεν είχα τη δύναμη να φύγω.
-το ήξερες πως σκόπευε να το σκάσει με την άσλει;
-Ναι, θα το είχα καταλάβει ακόμη κι αν δε μου το ομολογούσε ο ίδιος.
-Και τι έκανες;
-περίμενα, δεν είχα άλλη επιλογή. Περίμενα και σκεφτόμουν έναν τρόπο να τον δέσω για πάντα μαζί μου.
-τι σκέφθηκες;
-να τα πω όλα στο τζέρεμι ΣΚοτ.
Ο γουίλιαμ χαμογέλαςε ικανοποιημένος από την απάντηση. Αυτό που έλεγε ήταν λογικό.
-Γιατί δεν το έκανες; Πάντως να ξέρεις πως τα γνώριζε όλα από την αρχή, πολύ πριν από εσένα δηλάδή.
Η Μέρεντιθ κι ο ΑΛ τον κοίταξαν με αληθινή κατάπληξη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους. Ήταν φανερό πως τους είχε ξαφνιάσει.
-δε μπορεί, είπε τελικά ο αΛ με φωνή πνιγμένη στο λαιμό του. Δε λες αλήθεια!
-γιατί δε χώριζε λοιπόν; Η μέρεντιθ σταμάτησε βάζοντας τα χέρια στο στόμα, καταλαβαίνοντας πόσο ανόητο είχε ακουστεί αυτό που μόλις είχε πει.
-για τον ίδιο λόγο που δεν το έκανες κι εσύ, γλυκιά μου. Λοιπόν; Τι έγινε στη συνέχεια;
-με πρόλαβαν οι εξελίξεις. Ο αλ την έπιασε με τον άνδρα της ένα βράδυ κι αυτό τον πλήγωσε βαθιά. Είδα για πρώτη φορά την απόγνωση στα μάτια του κι άρχισα να αναρωτιέμαι αν επιτέλους με καταλάβαινε. Τότε αποφάσισα να παίξω το παιχνίδι ως το τέλος, δέχτηκα να με χρησιμοποιήσει και πάλι.
-με ποιο τρόπο; Τη ρώτησε αν και γνώριζε την απάντηση.
-Κάναμε έρωτα, ήταν σκληρός μαζί μου, αλλά δε με ένοιαζε. Το έκανε για να την εκδικηθεί αλλά έκανα τα πάντα για να το αγνοήσω.
Κι έπειτα άρχισε να καβγαδίζει όλο και πιο συχνά μαζί της και να περνάει τα βράδια μαζί μου. Σιγά σιγά γινόταν όλο και πιο τρυφερός, και η άσλει όλο και πιο θλιμμένη.
Όταν άρχισαν οι ζαλάδες και συνειδητοποίησα πως είχα καθυστέρηση κατάλαβα πως όλα ήταν στο χέρι μου. Πήγα μαζί της στο γιατρό, μα αυτό το ξέρετε ήδη. Όταν βεβαιώθηκα πως ήμουν έγκυος ορκίστηκα πως θα κρατούσα το παιδί κι άρχισα να κάνω σχέδια για μια κοινή ζωή με τον αΛ.
-Πώς τα πήρες τα νέα;
-Ξαφνιάστηκα, ως και λίγο καιρό πριν λογάριαζα να φύγω με την Άσλει. Ποτέ δεν της το συγχώρησα αυτό που μου έκανε, εγώ τη λάτρευα κι εκείνη έπαιζε την ερωτευμένη με το βλάκα το Τζέρεμι…
-δε χρειάζεται να τον βρίζις, θα μπορούσε να σου είχε κάνει κακό αν το ήθελε.
Ο Αλ κούνησε το κεφάλι.
-έχεις δίκιο, δεν τα βάζω μαζί του στην πραγματικότητα. Ακόμη και μετά το πρώτο βράδυ με τη μέρεντιθ συνέχισα να ικετεύω την Άσλει να φύγουμε μαζί. Εκείνη δε δεχόταν, έλεγε πως ο Τζέρεμι ήταν αδύναμος πολύ. κΙ όταν πια μαθεύτηκαν τα νέα για το μωρό τότε κατάλαβα πως είχε χαθεί κάθε ελπίδα για εμάς τους δυο. Η άσλει μου το ξεκαθάρισε πως με αγαπούσε, πως θα με αγαπούσε πάντα μα δεν ήθελε για τίποτα να κάνει η Μέρεντιθ έκτρωση. Είπε πως θα ήμουν ευτυχισμένος μαζί της και μου χάρισε για τελευταία φορά λίγες στιγμές υπέρτατης ευτυχίας.
Η Μέρεντιθ μόρφασε.
-το ξέρατε πως ετοιμαζόταν να φύγει;
Για ακόμη μια φορά σάστισαν και οι δυο. Η Μέρεντιθ συνήλθε πρώτη, για να αφήσει ένα ουρλιαχτό γεμάτο απόγνωση κι ο Γουίλιαμ βεβαιώθηκε πως δεν ήξερε τίποτα.
-Πότε σκόπευε να φύγει;
-άμεσα, είχε ήδη βγάλει τα εισιτήρια. Θα πήγαινε στο Παρίσι.
Το χαμόγελο του αλ ήταν γεμάτο πίκρα.
-αν το είχα καταλάβει δε θα την άφηνα ποτέ να το κάνει αυτό.Θα έβρισκα κάποιο τρόπο να τη μεταπείσω.
-τι θα έκανες; Θα με σκότωνες; Δε θα προλάβαινες γιατί εγώ ενεργώ πιο γρήγορα.
Ο Γουίλιαμ έφτασε στην πόρτα και την κλείδωσε σφίγγοντας στα χέρια του το κλειδί.
-μέρεντιθ, είπε αργά τονίζοντας την κάθε συλλαβή, πες μας πώς τη σκότωσες;
-θα σας τα πω όλα.
Τότε ήταν που ο Αλ έπεσε πάνω της με όση δύναμη είχε. Τα χέρια του τυλήχτηκαν γύρω από το μακρύ λευκό λαιμό της κι ετοιμάστηκαν να σφίξουν δυνατά, μα ο Γουίλιαμ ήταν εκεί. τον απομάκρυνε χωρίς κανένα πρόβλημα, σπρώχνοντάς τον δυνατά. Εκείνος βρέθηκε στην άλλη άκρη του δωματίου απορημένος. Κροτάλιζε τα δόντια του ανίκανος να μιλήσει.
-ηρέμησε, αλ, το ξέρουμε πως δεν είχες ιδέα. Το ξέρω πως η μέρεντιθ έκλεψε το δώρο σου και πως το έκρυψε κάπου για να το παρουσιάσει έπειτα σαν δικό της.Την κάλυψες χωρίς να ξέρεις!
-ήθελα να της θυμίσω τις όμορφες στιγμές που περάσαμε μαζί, θα πάλευα ξανά να τη μεταπείσω. Η ανάσα του άνδρα έγινε ακανόνιστη. Θα έπαιρνα όρκο πως… δε μπόρεσε να συνεχίσει, πήρε στα χέρια του το πρόσωπό του κι άρχισε να κλαίει.
Ο γουίλιαμ στράφηκε ξανά προς τη μέρεντιθ. Αυτή η κοπελίτσα είχε διαλύσει δυο άνδρες και είχε σκοτώσει μια γυναίκα αδιαφορώντας για το παιδί της το οποίο ισχυριζόταν πως λάτρευε.
-Λέγε, λοιπόν, γιατί το έκανες; Πώς το σχεδίασες;
-δε μου έφτανε το παιδί που είχα μέσα μου, ήξερα πως ο αΛ βασανιζόταν, τα βράδια δεν κοιμόταν καλά, ήξερα πως όσο εκείνη ανέπνεε θα υπήρχε πάντα ελπίδα να τον κλέψει από εμένα.
-εσύ με έκλεψες από κείνη.
Ο ΑΛ τους πλησίασε και παλι κι ο γουίλιαμ του έκανε νόημα να σταματήσει βοηθώντας τον να καθίσει.
-Ησύχασε, τοξέρω πως δεν είχες ιδέα για αυτό που έκανε η μέρεντιθ.
-αν είχα θα τη σκότωνα.
-Αν το ήξερα πως σκόπευε να φύγει η άσλει ίσως και να την είχα αφήσει να φύγει, για να μη σας βυθίσω όλους στο πένθος.
Το αποφφάσισα πριν μια εβδομάδα, διάλεξα αυτή τη μέρα επίτηδες, κάπου είχα διαβάσει κάτι παρόμοιο. Δεν είχα τη δύναμη να την πυροβολήσω, κι έτσι κατέληξα στο δηλητήριο. Έχω μια φίλη γιατρό, μια μέρα που έλειπε ο Τζέρεμι μπήκα κρυφά στο φαρμακείο του και της διάβασα κάποιες ουσίες χωρίς να της πω βέβαια την αλήθεια. Είπα πως ο Αλ αντιμετόπιζε κάποιο πρόβλημα και πως χρειαζόμουν τη συμβουλή της όσο περίμενα έναν άλλο γιατρό. Εκείνη δε μένει εδώ κοντά κι έτσι δεν παρεξηγήθηκε, με βοήθησε πρόθυμα. Μου μίλησε για κείνο το φιαλίδιο αλλά εγω δεν το πήρα πολύ νωρίς, από φόβο μήπως το ανακαλύψει ο ζωγράφος.
Μόλις χθες που ο τζέρεμι ήταν απασχολημένος με κάτι άλλο κατάφερα να το πάρω μαζί με μια σύριγγα. Ήμουν έτοιμη πια. Το βράδυ η άσλει μας έφτιαχνε μαργαρίτες και προσπαθούσε να πείσει τον άνδρα της να οργανώσει μια έκθεση ζωγραφικής. Κι έπειτα την έπιασαν τήψεις μάλλον που τον απατούσε κι έγινε πολύ γλυκιά μαζί του. Καταλάβαμε πως ήταν ώρα για ύπνο. Αποσυρθήκαμε λοιπόν κι εγώ περίμενα να κοιμηθεί ο αλ ισχυριζόμενη πως ήμουν πολύ κουρασμένη. Προσποιήθηκα πως νύσταζα και ξάπλωσα. Εκείνος με ακολούθησε με την καρδιά βαριά. Κάποτε τον πήρε ο ύπνος, ύστερα από κάμποσες ώρες κι εγώ κατάφερα να γλιστρήσω έξω από το δωμάτιο, μαζί με αυτά που χρειαζόμουν. Είχα δώσει ήδη πολύ χρόνο στην άσλει.
Μπήκα νυχοπατώντας στο δωμάτιό της, ευτυχώς δεν είχε κλειδώσει, όχι πως αυτό θα ήταν πρόβλημα. τΗν πλησίασα και την ξεσκέπασα. Μου φάνηκε πολύ χλωμή, της έκανα την ένεση και τώρα που το σκέφτομαι… Το χέρι της μου φάνηκε πολύ δροσερό.
Μια κραυγή ξέφυγε από το στόμα του αλ κι ο Γουίλιαμ ένιωσε τον πόνο στο στομάχι του να δυναμώνει. Έπρεπε να τελειώνει, είχε κάνει τη δουλειά του. Πήρε το κινητό του από το γραφείο και πάτησε ένα δυο κουμπιά.
Η Μέρεντιθ συνέχιζε στο μεταξύ.
-είδα τα χάπια της στο κομοδίνο κι ένα ποτήρι μισογεμάτο με κάτι αλλά δε φαντάστηκα πως θα προσπαθούσε να βάλει τέλος στη ζωή της. Το δωμάτιο βέβαια μύριζε αλκοολ. Αν το είχα σκεφθεί δε θα διακινδύνευα ποτέ τόσο. Ανατρίχιασε και σταμάτησε.
-Το ξέρεις βέβαια πως το παιδί σου θα γεννηθεί στη φυλακή.
Εκείνη δεν απάντησε.
-Τη ζήλευα, σαν τρελή, κάθε φορά που γελούσε εγώ τρελαινόμουν. Αν ξέρατε πως τον κοιτούσε τον Αλ…
-τι μου έκανες… μούγκρισε εκείνος ενώ σκούπιζε τα μάτια του με την ανάστροφη του χεριού του.
-έκανα το καλύτερο για το παιδί μας, αΛ. Με την άσλει ζωντανή δε θα ήταν ευτυχισμένο, ποτέ.
-η άσλει θα το αγαπούσε.
-έχει κι η Άσλει μια κόρη, μέρεντιθ, μην το ξεχνάς! Ο Γουίλιαμ σηκώθηκε από την καρέκλα του και πλησίασε τον αλ. Κάποιο φωτάκι είχε ανάψει στο κινητό του.
-έλα μαζί μου, πρέπει να φύγουμε από εδώ.
-τι θα γίνει με τη Μέρεντιθ; Θα τη συλλάβουν; Είναι έγκυος.
-το ξέρω πως είναι έγκυος, ναι, θα γίνει αυτό που πρέπει, μα να το ξέρεις πως το παιδί δε θα πάθει τίποτα. Εσύ ωστόσο πρέπει να φύγεις για λίγο από τούτο το σπίτι. Θα σε καλέσουμε για ανάκριση αλλά σε διαβεβαιώπως θα έχει εντελώς τυπικό χαρακτήρα.
-δεν έκανε τίποτα ο αΛ, δεν του είχα φανερωσει τα σχέδιά μου!
-γιατί το έκανες αυτό;
-ήθελα να ζήσουμε μαζί, σε αγάπησα, σε αγαπάω, πολύ!είχα την ελπίδα πως κανείς δε θα με ανακάλυπτε,φαίνεται πως έκανα λάθος.Γι αυτό κατηγόρησα το τζέρεμι σκοτ το πρωί.
-τώρα κανείς δε θα ζήσει ευτυχισμένος, ούτε εσύ, ούτε εγώ, ούτε το παιδί μας.
-ναι, μάλλον. Τα μάτια της μέρεντιθ βούρκωσαν.
-δεν είχα άλλη επιλογή, αγάπη μου.
Ο Γουίλιαμ ξεκλείδωσε και τον τράβηξε έξω από το δωμάτιο κλειδώνοντας ξανά έπειτα την πόρτα.
-είναι ώρα να φύγουμε από εδώ. Δε θέλω να το δεις αυτό. Πήγε και πήρε την τσάντα με τα πράγματά του.
Ο Αλ τον κοίταξε με απορία.
-Θα την πάρουν, δεν έχω καμιά πια.
-έχεις το παιδί σου, τη Μαντλέν, θα τη φροντίσει ο τζέρεμι για λίγο καιρό, το έχω κανονίσει. Ύστερα θα γυρίσεις, όταν νιώσεις καλύτερα και θα τα κανονίσετε όλαμεταξύ σας.
-Χριστέ μου, πώς έγινε αυτό; Πού θα πάω;
-βάλε το σακάκι σου, γρήγορα. Δεν έχουμε χρόνο.
Τον τράβηξε προς την εξώπορτα. Δεν άντεχε να μένει άλλο εκεί μέσα. ΟΙ υπόλοιποι ήταν ήδη εκεί και τους περίμεναν.
Τους συνάντησαν στην είσοδο.
-Ξέρετε που πρέπει να πάτε, Σωστά;
-ναι.
-Ελπίζω να έχει κάποιος το νου του μην τύχει και θελήσει να φύγει από το παράθυρο.
-εσύ τη δουλειά σου, κι εμείς τη δική μας γουίλιαμ. Ο Ντικ τον χτύπησε χαιδευτικά στην πλάτη.
-έχετε δίκιο. Λοιπόν, αλ, φύγε όσο πιο γρήγορα μπορείς. Έχεις το λόγο μου πως όλα είναι υπό έλεγχο. Πήγαινε σε κάποιο ξενοδοχείο, θα σε δω στο τμήμα αύριο το πρωί.
Ο αλ έγνεψε μια φορά κι άρχισε να περπατάει πολύ αργά, σέρνοντας τα πόδια του. Αυτό δεν ήθελε να το δει.
Ωστόσο όταν έστριψε στη γωνία άκουσε μια δυνατή γυναικεία κραυγή. Δε γύρισε να δει, δε μπορούσε.
-εδώ μέσα είναι όλα, είπε ο γουίλιαμ δίνοντας στο Ντικ το μικρό του φορητό υπολογιστή. Κι άλωστε εκεί θα είμαι κι εγώ, θα σας δώσω όλες τις πληροφορίες με κάθε λεπτομέρεια.
Ο ντικ συγκατένευσε παίρνοντας το λαπτοπ.
-πΟιος ήταν αυτός που έφυγε; Ο άνδρας της;
-Όχι, κάτι χειρότερο.
Ο γουίλιαμ άρχισε να προχωράει κι ο ίδιος.
-Πού πας; Φεύγεις;
-Ναι, δεν αντέχω άλλο εδώ. Θα πάω για λίγο στο σπίτι κι έπειτα θα επιστρέψω στη δουλειά. Θα σας δω εκεί.
-εντάξει. Ο Ντικ μπήκε στο σπίτι. Ήξερε ποιον έψαχνε και τι ακριβώς έπρεπε να κάνει.
Ο γουίλιαμ τάχυνε το βήμα του ότανβ εβαιώθηκε πως κανείς δεν τον έβλεπε. Το κλειδί του γραφείου μέσα στο οποίο βρίσκονταν όλα τα πειστήρια, ήταν στη θήκη του υπολογιστή. Θα τα καταφερναν για λίγο και χωρίς αυτόν. Θα τους συναντούσε αργότερα.
Για την ώρα το μόνο που ήθελε ήταν να πάει στο σπίτι του και να αγκαλιάσει την έλεν. Κι αν εκείνη ήταν εντάξει, ίσως να της έλεγε και με λίγα λόγια την υπόθεση. Αυτό βέβαια θα απαιτούσε κάποιο χρόνο, θα το σκεφτόταν. Ίσως πάλι να άφηνε τις αποκαλύψεις για αύριο, κι αν το τηλέφωνό του δε χτυπούσε περισσότερες από είκοσι φορές να της πρότεινε να δούνε μαζί εκείνη την ταινία τρόμου. Ήταν περίεργος να μάθει ποιος έγραφε τα μηνύματα στον τοίχο εκείνου του σπιτιού!
Τέλος

Ετικέτες:

4 Σχόλια to “χρόνια πολλά”

  1. Νυχτερινή Πένα Says:

    Πολύ ωραίο το φινάλε και με ανατροπές.
    Συγχαρητήρια! Έγραψες μια πολύ δυνατή ιστορία.

  2. mprilla Says:

    ευχαριστω πολυ, ξερεις ποσο εκτιμαω τη γνωμη σου!

  3. velis Says:

    Όμορφη ιστορία, μού άρεσε η ζεστασιά του αστυνόμου… Περιμένω την επόμενη.

  4. mprilla Says:

    χαιρομαι που σου αρεσε, ναι, ΘΑ ΕΡΘΕΙ ΣΥΝΤΟΜΑ Η ΕΠΟΜΕΝΗ!
    νΑ ΠΕΡΝΑς ΝΑ ΤΑ ΛΕΜΕ!

Αφήστε απάντηση στον/στην mprilla Ακύρωση απάντησης