Η πρώτη υπόθεση

Κεφάλαιο εικοστό πέμπτο
Η άρτεμη τέλειωσε το ντύσιμό της γύρω στις εννιά και βγήκε από το σπίτι χωρίς να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Δεν είχε κοιμηθεί καθόλου καλά το περασμένο βράδυ. Τα όνειρά της ήταν ταραγμένα και ανήσυχα. Ο ανδρέας κι ο άρης έπαιζαν μπιλιάρδο σε μια παράξενη καφετέρια γεμάτη τετράγωνα μακριά τραπέζια. Ήταν και η ίδια εκεί αλλά σέρβιρε ποτά και καφέδες και κανείς από τους δυο τους δεν της έδινε την παραμικρή σημασία. Στην αρχή είχε προσπαθήσει να τους μιλήσει αλλά εκείνοι την αγνοούσαν επειδικτικά συνεχίζοντας το παιχνίδι τους.
Έξω στο δρόμο τίναξε το κεφάλι της προσπαθώντας να διώξει τη σκέψη αυτή κι άρχισε να περπατάει κάπως πιο γρήγορα από ότι συνήθιζε. Ξαφνικά βιαζόταννα συναντήσει την επιθεωρήτρια. Έπρεπε να ξεμπερδέψει μια και καλή με τα μισόλογα και τα αινίγματα. Σίγουρα η ψυχολόγος θα έκανε το έργο της πιο εύκολο και θα τη βοηθούσε να τα βγάλει όλα από μέσα της. Έστριψε σε μια γωνία κι άρχισε να χαζεύει τις βιτρίνες των μαγαζιών που άνοιγαν. Αν ήταν στο χέρι της θα πήγαινε πετώντας ως το γραφείο αλλά καταλάβαινε πως δεν έπρεπε να τρέχει τόσο γρήγορα. Φοβόταν και τη σκιά της και κάτι μέσα της της φώναζε πως ίσως κάποιος να την παρακολουθούσε. Να έφταιγαν άραγε οι ταινίες που έβλεπε; Ήταν πιθανό. Ένα μαύρο μακρύ φόρεμα τράβηξε την προσοχή της. Ήταν φτιαγμένο από ένα λεπτό γυαλιστερό ύφασμα και όσο το κοιτούσε τόσο πιο πολύ της άρεσε. Έτσι χωρίς να το καλοκαταλάβει βρέθηκε μέσα στο μαγαζί. Είχε πολύ χρόνο ακόμη ως το ραντεβού της με την επιθεωρήτρια.
Έστριψε στη γωνία και είδε την άρτεμη μπροστά από τη βιτρίνα ενός μαγαζιού με γυναικεία ρούχα. Πλησίασε με προφύλαξη και την παρατήρησε με προσοχή. Δεν είχε αλάξει σχεδόν καθόλου. Έδειχνε κάπως ανήσυχη αλλά αυτό δεν ήταν ασυνήθιστο για κείνη. Από τότε που ήταν παιδί ανησυχούσε υπερβολικά για τα πάντα. Έκανε ένα βήμα πίσω και αναστέναξε. Είχε προσπαθήσει να πιστέψει πως η άρτεμη δεν ήταν καθόλου όμορφη αλλά δεν τα είχε καταφέρει. Αυτό σκεφτόταν σε όλη τη διάρκεια της πτήσης, αναρωτιόταν πως θα ήταν οι αναλογίες του κορμιού της, τα μάτια της, το χρώμα των μαλλιών της. Αναρωτιόταν αν εκείνη τα έβαφε. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στο σχέδιό της, δεν υπήρχε χρόνος για τέτοιες σκέψεις. Ετοιμαζόταν να πλησιάσει την κοπέλα όταν εκείνη μπήκε στο κατάστημα. Να που τελικά της άρεσε εκείνο το φόρεμα, ποιος να το φανταζόταν, η μικρή άρτεμη ψώνιζε ρούχα στις εννιά το πρωί. Γέλασε πνιχτά κι έφερε τα χέρια στο λαιμό. Πίεσε τη βάση του κι έτσι το γέλιο σταμάτησε, μόνο έτσι τα κατάφερνε να ηρεμεί κάποιες φορές κι αυτό δεν ήταν καθόλου καλό και το ήξερε. Πού ήταν ο αυτοέλεγχος που διέθετε άλλοτε; Δε θα μπορούσε να πετύχει τίποτα χωρίς αυτόν. Άρπαξε το κασκολ που κρεμόταν στο μπουφαν και το φόρεσε τυλήγοντάς το σφιχτά. Αυτό θα έκανε τη δουλειά του. Ύστερα άρχισε να προχωράει αργά προς το κατάστημα.
-σας πάει πολύ! Η νεαρή πωλήτρια έφρερε μια σβούρα γύρω της θαυμάζοντάς τις πτυχές του ρούχου. Το σώμα σας είναι καλοσχηματισμένο και το ρούχο αναδεικνύεται κι αυτό μαζί του. Ξέρετε ράφτηκε στο παρίσι… Η άρτεμη δεν της έδινε καμιά προσοχή. Της άρεσε το ρούχο, θα το αγόραζε αλλά αυτό ήταν όλο. Δεν την ενδιέφεραν τα υπόλοιπα. Περίμενε λίγα δευτερόλεπτα κι ύστερα διέκοψε την πωλήτρια χαμογελώντας πλατιά.
-Πόσο κοστίζει; Θα το αγοράσω. Θα μπορούσα να πληρώσω με πιστωτική κάρτα; Η άλλη κοπέλα που ετοιμαζόταν να θυμώσει για τον τρόπο που τη διέκοψαν χαμογέλασε ξαφνικά, τα είχε καταφέρει. Ίσως να βοήθησε και το παραμύθι για το Παρίσι και το γνωστό σχεδιαστή.
-φυσικά, κανένα πρόβλημα είπε μελιστάλαχτα κι άρχισε να κατευθύνεται προς το ταμείο. Η άρτεμη κούνησε καταφατικά το κεφάλι και μπήκε ξανά στο δοκιμαστήριο για να φορέσει τα ρούχα της. Δε χρειαζόταν να τη δουν με το καινούριο της φόρεμα όλοι. Δεν ήθελε η πρώτη φορά που θα το φορούσε να ήταν αυτή.
Στάθηκε ακριβώς έξω από το μαγαζί και διάβασε το όνομά του, «κλωστή από μετάξι». Δεν ήταν κι άσχημο, θα άρεσε στην άρτεμη. Κοίταξε στο εσωτερικό προσέχοντας να μη φαίνεται, η κοπέλα πλήρωνε με πιστωτική. Και πάλι το κακό εκείνο γέλιο απείλησε να κάνει την εμφάνισή του αλλά το έπνιξε βήχοντας, έπρεπε να το αντιμετοπίσει κάποτε, αλλιώς θα είχε πολλά προβληματα. Έστρεψε την προσοχή της στην περούκα που φορούσε. Ήταν πολύ ακριβή και πλούσια. Χρυσοκόκκινες μπούκλες πλαισίωναν το πρόσωπό και τους ώμους της. Από τότε που ήταν παιδί ονειρευόταν αυτό το χτένισμα. Τα δικά της μαλλιά δεν ήταν ετσι, το χρώμα τους δεν ήταν τόσο αστραφτερό και η υφή τους απείχε πολύ από αυτήν της περούκας. Τακτοποίησε μια μπούκλα που ξέφευγε κι ύστερα έκανε λίγα βήματα για να απομακρυνθεί από την έξοδο. Μόλις που προλάβαινε. Άνοιξε την τσάντα της κι έβγαλε ένα αντικείμενο στο σχήμα και το μέγεθος ενός στυλό. Μόνο που αυτό ήταν ένα γυάλινο φιαλίδιο που περιείχε κάποιο ακριβό άρωμα. Το ξεβίδωσε κι άρχισε να ψεκάζει το λαιμό και το κασκολ της. Αυτή η μυρωδιά θα την τρέλαινε, θα την αναγνώριζε αναμφίβολα ανάμεσα σε χίλιες, αλλά ταυτοχρόνως δε θα μπορούσε να είναι κι απόλυτα σίγουρη. Ύστερα έπλεξε τα δάκτυλα των χεριών και περίμενε.
Η άρτεμη πήρε τη σακούλα με το φόρεμα και αφού χαιρέτισε την πωλήτρια βγήκε από το μαγαζί. Άρχισε να περπατάει βιαστικά, ήταν χαρούμενη. Το άρωμα τη χτύπησε στα ρουθούνια σχεδόν αμέσως αλλά στην αρχή δεν του έδωσε καμιά σημασία. Χρειάστηκε να περάσουν κάμποσα δευτερόλεπτα πριν ακινητοποιηθεί στη θέση της προσπαθώντας να το αναγνωρίσει. Σκόρπιες εικόνες άρχισαν να κατακλίζουν τη μνήμη της αλλά καμιά δεν ήταν τόσο ξεκάθαρη και ισχυρή ώστε να την πληροφορήσουν για την ιδιοκτήτρια του αρώματος. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί καλύτερα στη μυρωδιά, καραμέλα, βούτυρο κι ένα παράξενο ανατολίτικο μπαχαρικό που είχε ξεχάσει για άλλη μια φορά το όνομά του.Ήταν βέβαιη πως κάποτε το θυμόταν πολύ καλά.
Η άλλη γυναίκα συνέχιζε να την παρακολουιεί χαμογελώντας. Μόνο όταν είδε την έκφραση του προσώπου της να αλάζει κατάλαβε πως είχε έρθει η ώρα. Έβγαλε αστραπιαία ένα μικρό χρυσό κινητό τηλέφωνο από την εσωτερική τσέπη του μπουφάν της και πληκτρολόγησε ένα νούμερο.
-όλα εντάξει εκει; Ρώτησε χαμηλόφωνα. Ξεκινάμε σε λίγα λεπτά. Άκουσε για μια στιγμή κι ύστερα έκλεισε τη συσκευή και την έβαλε και πάλι στην τσέπη της.
Πλησίασε την άρτεμη που εξακολουθούσε να στέκεται άφωνη λίγο πιο μακριά και όταν έφτασε κοντά της είπε με την πιο γλυκιά φωνή της.
-Γεια σου άρτεμη. Είσαι καλά; Δεν ήξερα πως σου άρεσαν τα πρωινά ψώνια! Η κοπέλα την κοίταξε με δυο τεράστια μάτια.
-ωραίο φόρεμα, συνέχισε να μιλάει παίρνοντας τη σακούλα από το χέρι της άλλης. Τα δάκτυλα της είχαν ανοίξει παρά τη θέλησή της.
-Κάποτε είχα αγοράσει κι εγώ ένα παρόμοιο, μόνο που εκείνο είχε κι ένα σωρό στολίδια.
-ποια είσαι; Επιτέλους η άρτεμη κατόρθωσε να μιλήσει αν και η φωνή της έτρεμε ελαφρά.
-δεν ξέρεις; Δεν το πιστεύω. Σε ξεγελούν τα μαλλιά μου; Έφερε το χέρι της ως την περούκα κι έκανε να την τραβήξει αλλά ένα απελπισμένο επιφώνημα της άλλης την έκανενα σταματήσει.
-το άρωμά σου, μουρμούρισε η άρτεμη, αυτό το άρωμα…
-το αναγνώρισες;
-ναι.
-δε σκέφτηκες πως θα μπορούσε να είναι κάποια σύμπτωση;
-το σκέφθηκα, για α είμαι ειλικρινής θα το ήθελα.
-γιατί; Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της. Η άρτεμη έκανε κι εκείνη έβα βήμα προς τα πίσω αλλά δεν υπολόγισε κα΄λά την απόσταση κι έτσι το πίσω μέρος του σώματός της προσέκρουσε πάνω στην πόρτα ενός παρκαρισμένου αυτοκινήτου. Η άλλη γυναίκα την έφτασε γρήγορα και την αγκάλιασε σφικτά.
-Δε χαίρεσαι που με βλέπεις; Η ανάσα της μύριζε μέντα και πορτοκάλι.
Ναι, χαίρομαι. Η άρτεμη θέλησε να τραβηχτεί αλλά η άλλη γυναίκα δεν την άφησε. Αντίθετα την έσφιξε πιο δυνατά με το ένα χέρι ενώ με το άλλο άρχισε να ψάχνει μέσα στην τσάντα της.
-ελπίζω να μη σε καθυστερώ από κάτι είπε ενώ συνέχιζε το ψάξιμο.
-η αλήθεια είναι πως έχω κάποιο ραντεβού. Η Άρτεμη προσπάθησε να ανακτήσει ένα μέρος της ψυχραιμίας της.
-δε γίνεται να καθυστερήσεις λίγο; Επιτέλους σταμάτησε το ψάξιμο. Τώρα κρατούσε ένα μάτσο κλειδιά.
-έχουμε τόσα να πούμε, δε νομίζεις;; Χωρίς να χάσει καιρό ξεκλείδωσε την πόρτα του αυτοκινήτου και σηκώνοντας την εμβρόντητη άρτεμη την κάθισε στη θέση του συνοδηγού. Ύστερα έκανε το γύρο του αυτοκινήτου και κάθισε κι εκείνη στη θέση της δίπλα στην άρτεμη.

Ετικέτες:

Σχολιάστε