Η άρπα της αμάντας

Το παλάτι ήταν βυθισμένο στη σιωπή αφού η ώρα ήταν προχωρημένη. Η αμάντα άνοιξε με προσοχή την πόρτα των διαμερισμάτων της και μπήκε νυχοπατώντας. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κλείδωσε την πόρτα πίσω της. Ύστερα πατώντας ακόμη στις μύτες των ποδιών της κάθισε στο κρεβάτι της κι άρχισε να ξεντύνεται. Το μεταξωτό ύφασμα πάνω από το ολοπόρφηρο φόρεμά της κολλούσε στο λεπτοκαμωμένο της σώμα αναδεικνύοντας τις γραμμές της. Το τράβηξε προσεκτικά αφού πρώτα έβγαλε τη γεμάτη πετράδια ζώνη της, είχε αρχίσει να την ενοχλεί αλλά δυστυχώς δε μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Το πρωτόκολο έπρεπε να ακολουθηθεί αλλιώς θα υπήρχαν προβλήματα. Το φόρεμα βγήκε μετά τη ζώνη κι η κοπέλα έμεινε μόνο με τα εσώρουχά της. Αναστέναξε και σηκώθηκε παίρνοντας μαζί τα ρούχα της. Τα κρέμασε στις κρεμάστρες και ξιπόλητη καθώς ήταν μπήκε στο λουτρό. Το μόνο που ήθελε εκείνη τη στιγμή ήταν να χαλαρώσει.
Το νερό κυλούσε γλυκά, μελωδικά τόσο που μόνο οι σιγανές και πανέμορφα απόκοσμες φωνές των ξωτικών που κάθονταν ολόγυρα στην πηγή μπορούσαν να το συναγωνισθούν. Ήταν τεσσερα που είχαν πάρει για λίγο ανθρώπινη μορφή,, τρεις γυναίκες κι ένας άνδρας. Η μια φαινόταν αρχηγός της μικρής ομάδας επειδή ήταν φανερό πως αμέτρητα χρόνια είχαν περάσει από πάνω της. Τα μαλλιά της όπως και των υπολοίπων ήταν κατακόκκινα και γύρω στο λαιμό της κρεμόταν ένα μενταγιον. Ήταν χρυσό, στρογγυλό και μεγάλο. Τα άλλα μέλη της συντροφιάς το κοιτούσαν με θαυμασμό προσμονή και δέος. Η γυναίκα που καθόταν δίπλα της φορούσε ένα κατάλευκο φόρεμα και ήταν τυληγμένη σε μια αύρα γλυκιάς γαλήνης. Όταν άνοιξε το λεπτό καλοσχηματισμένο της στόμα για να μιλήσει, το κελάρισμα του νερού σταμάτησε μεμιάς.
-μεγάλη μητέρα, είπε, με μια φωνή σοπράνο, λεπτή και δροσερή, ήρθαμε όπως μας πρόσταξες κι είμαστε έτοιμοι να εκτελέσουμε τις επιθυμίες σου. Τι μπορούμε να κάνουμε για εσένα;
Η αρχηγός στράφηκε να την κοιτάξει φέρνοντας το δεξί της χέρι στο λαιμό της. Αργά αργά τράβηξε το χρυσό μενταγιον και το άνοιξε. Μέσα υπήρχε μια φωτογραφία αλλά κανείς δεν έκανε τον κόπο να την κοιτάξει. Όταν μίλησε το τραγούδι του νερού έσπευσε να τη συνοδεύσει.
-Κυρά της θάλασσας είπε με μια φωνή γερασμένη αλλά επιβλητική, καλά το κατάλαβα πως θα σπεύσετε κοντά μου και μόνο με το κάλεσμα της σκέψης μου. Έχω πολλά να σας πω, μπαίνουμε σε μια νέα εποχή, ο κόσμος μας θα αλλάξει αν δεν κάνουμε τίποτα για να τον σώσουμε. Δυστυχώς σε λίγες ώρες θα τελεστούν πράγματα που κανείς μας δε θα μπορέσει να σταματήσει από μόνος του.
Η κυρά της θάλασσας μίλησε σε λίγο, όταν έγινε φανερό πως η αρχηγός την περίμενε να κάνει την ερώτησή της.
-Μήπως ο φοβος σου είναι για κείνο το παλάτι; Μήπως αυτά που πρόκειται να τελεστούν εκεί μέσα γεμίζουν την καρδιά σου με θλίψη κι αγωνία;
-Καλά το κατάλαβες κόρη μου. Η αρχηγός της έδωσε το μενταγιον και πρόσθεσε.
-Η πριγκίπισσα κινδυνεύει, το νιώθω, είναι λίγα τα χρόνια που βαραίνουν την πλάτη της και πολλή η απερισκεψία που φωλιάζει μέσα της.
-Μα γιατί το λες αυτό μητέρα; Όλα τα πλάσματα ετούτου του τόπου έχουν να το λένε πως η Αμάντα είναι προικισμένη με την αρετή της σύνεσης και της σοφροσύνης μέσα στα άλλα της ταλέντα.
-μη βιάζεσαι κόρη μου. Άνοιξε το νου και τα ματια σου και πες μου τι βλέπεις γύρω σου; Μίλα μου για την αμάντα, τι την τριγυρίζει;
Η κυρά της θάλασσας έσφιξε το μενταγιον αποφεύγοντας να το κοιτάξει κι έκανε αυτό που της ζύτησαν. Έκλεισε τα μάτια της κι έφερε το δεξί της χέρι στο στήθος της για να αγγίξει το δικό της πανίσχυρο φυλαχτό που δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα υπέροχο κοχύλι, δώρρο του θεού. Όταν ξαναμίλησε η γλυκιά σαν μέλι φωνή της παλλόταν από κάτι πρωτόγνωρο.
-Φοβάμαι μητέρα, φοβάμαι. Το μέλλον είναι… αβέβαιο, απειλητικό. Ασυναίσθητα τα χέρια της σφίχτηκαν γύρω από το φυλαχτό και λίγες στιγμές αργότερα η αύρα της γαλήνης που είχε χαθεί ξαναγύρισε κοντά της πιο έντονη και πιο ζεστή.
Το μέλλον ανοίγει σα βεντάλια μπροστά σου κόρη μου, μη διστάζεις να το καλωσορίσεις, άφησε το να σε αγκαλιάσει δίνοντάς σου τα δώρα του και μοιράσου τα μαζί μας. Είσαι δυνατή ραλκ, οι μοίρες σε φίλησαν στο μέτωπο όταν ήρθες στον κόσμο, μην το ξεχνάς ποτέ! Η φωνή της έγινε επιτακτική μα η νέα κοπέλα άκουσε κι ένιωσε μέσα της τη μητρική αγάπη αν και δεν ήταν εκείνη η γυναίκα που την έφερε στον κόσμο.
Έκλεισε για δεύτερη φορά τα μάτια της και προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Τα αφτιά της άρχισαν να βουίζουν κι ένα χαμόγελο άνθισε στα χείλη της. Η αίσθηση αυτή ήταν τόσο γνώριμη, τόσο ποθητή!
Ξαφνικά βρέθηκε μέσα στο παλάτι, το παλάτι ετούτο όμως… δεν ήταν της αμάντας, εκείνο το γνώριζε πολύ καλά κι ας ήταν τόσο μεγάλο.
Το είχε περπατήσει τόσες φορές αθέατη μεσα στο σκοτάδι της νύχτας.
Αυτό εδώ ήταν εντελώς διαφορετικό, φτιαγμένο από κάποιο παράξενο υπέροχο κρύσταλο. Προσπάθησε να προσανατολισθεί και σύντομα κατάλαβε πως στεκόταν στην είσοδο. Μια ομάδα πάνοπλων στρατιωτών την πλησίασε και μια κραυγή τρόμου ξέφυγε από τα μισάνοιχτα χείλη της. Δίπλα της η μεγάλη μητέρα σάλεψε ανήσυχη.
-σε καλώ πίσω, βροντοφώναξε και την επόμενη στιγμή το παλάτι και οι στρατιώτες χάθηκαν από μπρος της.
-λοιπόν, τι είδες; Η Ραλκ είχε χάσει το χρώμα της.
-Μεγάλη μητέρα, ψέλισε, εσύ δεν ήσουν που με έστειλες να δω το μέλλον της αμάντας;
-ναι, φυσικά, γιατί το ρωτάς;
-Κάποιο λάθος φαίνεται πως έγινε γιατί βρέθηκα κάπου αλλού.
-πΟύ;
-δεν ξέρω, δεν το αναγνωρίζω εκείνο το μέρος, ήταν ένα παλάτι… ένα παλάτι φτιαγμένο από κρύσταλο..
Η άλλη γυναίκα της έπιασε το χέρι.
-Μίλα καθαρά, Ραλκ, πες τα μας όλα. Ξέρεις καλά τι σημαίνει το κρύσταλο.
-Φυσικά και το ξέρω, αποκρίθηκε η νέα. Ξαφνικά άρχισε να τρέμει σύγκορμη.
Τότε ήταν που ο Δάλκιρ, ο μόνος άνδρας της συντροφιάς σηκώθηκε και την πλησίασε αθόρυβα. Κανείς δεν τον πρόσεξε. Την αγκάλιασε αποσπώντας την από τη λαβή της αρχηγού.
Την ένιωσε να τρέμει και την έσφιξε προστατευτικά πάνω του. Κι ύστερα έσκυψε και της μίλησε στη γλώσα των ξωτικών εγκαταλείποντας αυτή των ανθρώπων την οποία χρησιμοποιούσαν ως εκείνη τη στιγμή στη συζήτηση. Εκείνη έγνεψε καταφατικά και στράφηκε ξανά προς τη μεγάλη μητέρα που την κοιτούσε επιτιμητικά.
-είμαι σίγουρη πως ήταν από κρύσταλο. Ο θάνατος κρυβόταν εκεί μέσα άλωστε είδα και πάνοπλους στρατιώτες…
-πόσου;
-δεν είμαι σίγουρη, ίσως δώδεκα.
Η αρχηγός της πήρε το μενταγιον από τα χέρια.
Το κράτησε ανάμεσα στα δάχτυλά της για μια σύντομη στιγμή αλλά την επόμενη το πέταξε έντρομη στη γη. Μια κόκκινη φλόγα ξεπήδησε από μέσα του. Η ραλκ άρχισε να κλαίει, αλλά το κλάμα εκείνο θύμιζε πιο πολύ τραγούδι. Ο δάλκιρ την έσφιξε ακόμη πιο πολύ πάνω του ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο μενταγιον. Η φλόγα είχε αρχίσει να τρεμοσβήνει και σύντομα είχε χαθεί . τότε η μεγάλη μητέρα το πήρε και το πέρασε ξανά στο λαιμό της , χωρίς να το κλείσει με τη φωτογραφία να ακουμπά στο στήθος της.
-δώδεκα στρατιώτες είπε, απευθυνόμενη κυρίως στον εαυτό της, να’ναι άραγε η αρχή της προφητίας;

Ετικέτες:

4 Σχόλια to “Η άρπα της αμάντας”

  1. Νυχτερινή Πένα Says:

    Πολύ ωραία μια ιστορία καθαρά φαντασίας και με μυστήριο από την αρχή. Μου αρέσει. Περιμένω τη συνέχεια.

  2. meanan Says:

    Ωραια αρχη!!!!!!!!!!!!1

  3. mprilla Says:

    σε ευχαριστω πολυ!
    ας ελπισουμε πως η συνεχεια που θα γραψω να ειναι καλυτερη, αν και το ειδος της φαντασιας ειναι πολυπλοκο!

  4. mprilla Says:

    χαιρομαι που σου αρεσε, ξερω ποσο την περιμενες, ελπιζω να μη σε απογοητευσει η συνεχεια!

Σχολιάστε